ελπιστικος

ελπιστικος
    ἐλπιστικός
    3
    внушающий надежду
    

(ἐπιστήμη Arst.)

    οἱ ἐλπιστικοὴ φιλόσοφοι Plut. — философы, видевшие в надежде основу жизни


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ελπιστικος" в других словарях:

  • ελπιστικός — ή, ό (Α ἐλπιστικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ελπίζει αρχ. 1. αυτός που δίνει ελπίδες 2. πιθανός 3. φρ. «ἐλπιστικοί φιλόσοφοι» αυτοί που κηρύσσουν ότι η ελπίδα είναι το μόνο στήριγμα στη ζωή …   Dictionary of Greek

  • ἐλπιστικοί — ἐλπιστικός producing expectation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπιστική — ἐλπιστικός producing expectation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλπιστικήν — ἐλπιστικός producing expectation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»